вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъпоущатисѧ — ОТЪПОУЩА|ТИСѦ (8*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть отпускаемым: аще ли не имать [цены] да имать искѹпъ ѥго мездьнiка дондеже издработаѥть(с). юже свѣща цѣнѹ. нарицающиисѧ мьздѣ ѥмѹ. на всѧко лѣто •г҃• стьлѧзѧ предъ послѹхы. || и тако кончавшю ѥмѹ и тако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Λάο Τσε — (Lao tzu). Κινέζος φιλόσοφος, ο εισηγητής της σχολής του ταοϊσμού. Δεν είναι επιβεβαιωμένο ότι πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Μεταφορικά, το όνομά του σημαίνει ηλικιωμένος άνθρωπος. Σύμφωνα με αρκετές πηγές έζησε από το 604 έως το 531 π.X.,… … Dictionary of Greek
Μέξης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών της Επανάστασης με καταγωγή από την Ήπειρο. Κυριότερα μέλη τα υπήρξαν οι: 1. Θεόδωρος (19ος αι.). Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χατζηγιάννη (βλ. 4). Σύζυγός του ήταν η κόρη του ναύαρχου Γ. Ανδρούτσου. Συμμετείχε σε… … Dictionary of Greek
Πομπαντούρ, μαρκησία — (1721 – 1764). Ευνοούμενη του Λουδοβίκου IE΄. Είχε εξαιρετικά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα και χάρη στις φροντίδες του θείου της ντε Τουρνεέμ, φημιζόταν για την πολύπλευρη μόρφωσή της. Το 1741 παντρεύτηκε το ζάπλουτο εξάδελφό της Λε Νορμάν ντ’ … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek